- παράφρονες
- παράφρωνwandering from reasonmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακαταδίκαστος — η, ο (Μ ἀκαταδίκαστος, ον) [καταδικάζω] αυτός που δεν έχει καταδικαστεί νεοελλ. 1. αυτός που δεν μπορούν να τόν καταδικάσουν «οι παράφρονες είναι ακαταδίκαστοι» 2. εκείνος που δεν μπορούν να τόν κατακρίνουν, ο άμεμπτος «... ακαταδίκαστο κορμί πώς … Dictionary of Greek
αυτοκτονία — Η πράξη του να αφαιρέσει κανείς μόνος του και με τη θέλησή του τη ζωή του. Αυτό συμβαίνει με μια ορισμένη συχνότητα στους νευρασθενικούς και στους παράφρονες (σε αυτούς που πάσχουν από κατάθλιψη, μελαγχολία, πρόωρη γεροντική άνοια), με ποσοστά… … Dictionary of Greek
ζουρλομανδύας — και ζουρλομαντύας, ο και ζουρλομαντύα, η 1. προφυλακτικός μανδύας που εμποδίζει την κίνηση τών χεριών και τον οποίο φορούν στους παράφρονες 2. μτφ. φρ. «σού χρειάζεται ζουρλομανδύας» είσαι τρελός για δέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουρλός + μανδύας.… … Dictionary of Greek
οίστρημα — οἴστρημα, τὸ (Α) [οιστρώ] (ποιητ. τ.) 1. τσίμπημα οίστρου, αλογόμυγας, το οποίο προκαλεί μανία 2. φρ. «οἰστρήματα λύσσης» οι παράφρονες εκδηλώσεις τής μανίας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φωτογραφία — ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Από την εποχή της ανακάλυψής της το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η φωτογραφική τεχνική γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τους καλλιτέχνες της εποχής, οι οποίοι βρίσκουν στη νέα αυτή τεχνική ένα μέσο για να απεικονίσουν με ακόμη μεγαλύτερη … Dictionary of Greek
Λάβκραφτ, Χάουαρντ Φίλιπς — (Howard Phillips «H.P.» Lovecraft, Πρόβιντενς 1890 – 1937). Αμερικανός συγγραφέας. Το βασικό χαρακτηριστικό των νεανικών του χρόνων ήταν η αφύσικη ενηλικίωσή του για τα δεδομένα της ηλικίας του, ενώ αναμφίβολη επίδραση στην ψυχοσύνθεσή του άσκησε … Dictionary of Greek
παράφρονας — ο αυτός που έχασε το νου, τρελός, αλόγιστος, ασύνετος: Δύο πράγματα σκοτώνουν σίγουρα το λαό, οι παράφρονες κυβερνήτες κι οι αγράμματοι δάσκαλοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)